θέληση — η 1. βούληση: Θείαθέληση. 2. επιθυμία: Όλα έγιναν παρά τη θέλησή μου. 3. διάθεση: Δεν έχει θέληση για γράμματα. – Χρειάζεται καλή θέληση. 4. αποφασιστικότητα, δύναμη χαρακτήρα: Προχωρεί με θέληση στην πραγματοποίηση του σκοπού του. – Αλύγιστη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
'θελήσῃ — ἐθελήσῃ , ἐθέλω to be willing aor subj mid 2nd sg ἐθελήσῃ , ἐθέλω to be willing aor subj act 3rd sg ἐθελήσῃ , ἐθέλω to be willing fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελήση — θέλησις a willing fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελήσῃ — ἐθέλω to be willing aor subj mid 2nd sg ἐθέλω to be willing aor subj act 3rd sg ἐθέλω to be willing fut ind mid 2nd sg θελήσηι , θέλησις a willing fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελήσηι — θελήσῃ , ἐθέλω to be willing aor subj mid 2nd sg θελήσῃ , ἐθέλω to be willing aor subj act 3rd sg θελήσῃ , ἐθέλω to be willing fut ind mid 2nd sg θέλησις a willing fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… … Dictionary of Greek
κυβέρνηση — Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας … Dictionary of Greek
αέκητι — ἀέκητι (επικό επίρρημα) (Α) παρά τη θέληση κάποιου, ακούσια, αθέλητα (στον Όμηρο συχνά με γεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέκων το επίρρημα αρχικά είχε τη γεν. θεῶν (ἀέκητι θεῶν= παρά τη θέληση τών θεών) ως απαραίτητο συμπλήρωμα. Με βάση την παρατήρηση αυτή … Dictionary of Greek
καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek